- δελεαστικός
- -ή, -όο ελκυστικός, ο γοητευτικός, ο απατηλός: Οι προτάσεις που του έγιναν ήταν πολύ δελεαστικές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δελεαστικός — ή, ό (AM δελεαστικός, ή, όν) [δελεάζω] ικανός ή κατάλληλος να δελεάσει, να εξαπατήσει (α. «δελεαστικές προτάσεις» β. «φαντασίας δελεαστικάς... ταῑς εὐεπιφόροις ψυχαῑς» ανυπόστατα πράγματα που εξαπατούν αδύνατους χαρακτήρες) … Dictionary of Greek
γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, την όρεξη («φαΐ γαργαλιστικό») 2. ο δελεαστικός («προτάσεις γαργαλιστικές»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαλίζω (πρβλ. μυρίζω μυριστικός)] … Dictionary of Greek
δελεαστικότητα — η η ιδιότητα τού δελεαστικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < δελεαστικός. Η λ. μαρτυρείται το 1894 από τον Daramot (ψευδώνυμο τού Χρ. Δαραλέξη) στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ευδίολκος — εὐδίολκος, ον (Α) αυτός που έλκει εύκολα, ο δελεαστικός («εὐδίολκος δύναμις», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δίολκος] … Dictionary of Greek
ευπαράγωγος — εὐπαράγωγος, ον και εὐπαραγωγός, όν (Α) 1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος 2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος 3. εύκαμπτος, ευλύγιστος 4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός 5. (κατ… … Dictionary of Greek
καταγωγός — καταγωγός, όν (Α) [κατάγω] 1. δελεαστικός, ελκυστικός («καταγωγόν Σειρήνων μέλος») 2. αυτός που χρησιμεύει ως καταφύγιο … Dictionary of Greek
παγιδευτικός — παγιδευτικός, ή, όν (Μ) [παγιδεύω] 1. αυτός που παγιδεύει κάποιον 2. δελεαστικός … Dictionary of Greek
σαγηνευτικός — ή, ό, Ν ο ικανός να σαγηνεύει, δελεαστικός, γοητευτικός. επίρρ... σαγηνευτικώς και σαγηνευτικά Ν με σαγηνευτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θ. Ν. Φλογαΐτη] … Dictionary of Greek
ՅՈՒԶԱԿ — (ի, աց.) NBH 2 0373 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c ա. Որպէս Յուզիչ. խնդրակ. գտակ. եւ Որսօղ. գրգռիչ. շարժիչ. ἑφευρετής inventor եւ δελεαστικός inescans, alliciens. *Յանդիմանեալ ամենայն ուստեք, յուզակք չարեաց լինին. Աթ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
γαργαλιστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί γαργάλισμα. 2. μτφ., ο δελεαστικός, ο προκλητικός: Το φαγητό είχε γαργαλιστική μυρωδιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)